καθαρπάσας

καθαρπάσας
καθαρπά̱σᾱς , καθαρπάζω
snatch down
fut part act fem acc pl (doric)
καθαρπά̱σᾱς , καθαρπάζω
snatch down
fut part act fem gen sg (doric)
καθαρπά̱σᾱς , καθαρπάζω
snatch down
fut part act fem acc pl (doric)
καθαρπά̱σᾱς , καθαρπάζω
snatch down
fut part act fem gen sg (doric)
καθαρπάσᾱς , καθαρπάζω
snatch down
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
καθαρπάσᾱς , καθαρπάζω
snatch down
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθαρπάζω — (AM) αρπάζω κάτι βιαστικά ή με βίαιο τρόπο, παίρνω κάτι στα χέρια μου («τεύχη πασσάλων καθαρπάσας», Ευρ.) αρχ. 1. οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι 2. λεηλατώ, διαρπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἁρπάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”